- ομώνυμος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμώνυμος, -ον)αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» — οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως π.χ. κύων - κίωνβ) «ομώνυμα κλάσματα»μαθημ. κλάσματα που έχουν τον ίδιο παρονομαστήμσν.-αρχ.το αρσ. ως ουσ. ο ομώνυμοςσυνώνυμος, συνονόματοςαρχ.1. όμοιος, ομοειδής2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμώνυμα(στη λογ. τού Αριστοτ.) τα πράγματα που δηλώνονται με λέξεις οι οποίες προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία.επίρρ...ομωνύμως (ΑΜ ὁμωνύμως)κατά ομωνυμία, με την ίδια ονομασία («κλεὶς ὁμωνύμως ἡ τε ὑπὸ τὸν αὐχένα τῶν ζῴων, καὶ ᾗ τὰς θύρας κλείουσιν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)*- + -ώνυμος (< ὄνομα), πρβλ. πολυ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για το -υ- τού β' συνθετικού -ώνυμος βλ. λ. όνομα].
Dictionary of Greek. 2013.